ανασφάλιστος

ανασφάλιστος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δεν είναι ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό ίδρυμα ή ασφαλιστική εταιρεία: Είχαν το σπίτι ανασφάλιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανασφάλιστος — η ο 1. αυτός που δεν έχει εξασφάλιση, δεν του έχει δοθεί εγγύηση 2. ο επισφαλής, ο εκτεθειμένος στους κινδύνους 3. αυτός που δεν έχει ασφαλιστεί σε ασφαλιστικόν οργανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ασφάλιση. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον… …   Dictionary of Greek

  • ασφάλιστος — και ασφάλιχτος, η, ο 1. ανοιχτός, ξεκλείδωτος 2. που δεν έχει ασφαλιστεί, ανασφάλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σφαλίζω, με την πρώτη σημασία και ασφάλιστος < ασφαλίζω με τη δεύτερη σημασία, όπου η άρνηση προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου] …   Dictionary of Greek

  • ξεκλείδωτος — η, ο 1. αυτός που δεν κλείστηκε με κλειδί, ανασφάλιστος: Το σπίτι το αφήσαμε ξεκλείδωτο. 2. αυτός που έχει παράλυση στις κλειδώσεις: Περπατά ξεκλείδωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”